- ρωτιέμαι
- ρωτιέμαι, ρωτήθηκα βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλερωτώμαι — ( άομαι) και αλληλο ρωτιέμαι από κάποιον και αντίστοιχα τόν ρωτώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ερωτώ ( ώμαι)] … Dictionary of Greek